αγγλικανισμός

αγγλικανισμός
Η επίσημη θρησκεία της Μεγάλης Βρετανίας από το 1534, οπότε o Ερρίκος H’ την απέσπασε από τον καθολικισμό. Αρχικά αγγλικανικές ονομάστηκαν οι δύο εκκλησιαστικές περιφέρειες του Καντέρμπερι και του Γιορκ. Μετά το Σχίσμα η ονομασία δόθηκε σε ολόκληρη την Αγγλία, την Ιρλανδία και τη Σκοτία. Αργότερα έγιναν αγγλικανικές οι αποικίες και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Χωρίς να βλάψει το δόγμα και τη λατρεία, o Ερρίκος H’ ανακήρυξε με κοινοβουλευτική απόφαση αρχηγό της Εκκλησίας τον βασιλιά. Την απόφαση αυτή ολοκλήρωσε η Ελισάβετ A’ το 1563, η οποία απέσπασε οριστικά την Αγγλικανική Εκκλησία από τον καθολικισμό, διατηρώντας όμως, ανάμεσα σε άλλα, τον επισκοπικό βαθμό. Τo αγγλικανικό τυπικό ορίζεται από το Βιβλίο Κοινής Προσευχής, που το επέβαλε η Ελισάβετ και αναθεωρήθηκε πολλές φορές. Το τυπικό αυτό περιορίζει τα μυστήρια της εκκλησίας σε δύο και αρνείται τη σημασία της θείας λειτουργίας και την τιμή των αγίων και της Θεοτόκου. Από την αρχή o α. παρουσίασε δύο διαφορετικές μορφές: η μία, η Χαμηλή Εκκλησία,έρρεπε προς τον καλβινισμό και ήταν εχθρική προς τα καθολικά υπολείμματα της επίσημης θρησκείας. Η εκκλησία αυτή, παρ’ όλες τις διαμάχες, απέκτησε την υπεροχή. Η άλλη, η Υψηλή Εκκλησία,πλησίαζε περισσότερο τον καθολικισμό. Προς το τέλος του 19ου αι., παρουσιάστηκε νέα μορφή με ορθολογιστικές τάσεις, η λεγόμενη Ευρεία Εκκλησία,η οποία μόλις που διατηρεί μερικές θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής ηθικής. Πολυάριθμες είναι τέλος οι θρησκευτικές κινήσεις που αναπτύχθηκαν γύρω από τον α., όπως οι πρεσβυτεριανοί, οι πουριτανοί, οι επισκοπικοί, οι μεθοδιστές κ.ά. Ο καθεδρικός ναός της αγγλικανικής εκκλησίας στο Γουίντσεστερ.
* * *
ο
οι αρχές, τα δόγματα, το τυπικό και οι θεσμοί τής Αγγλικανικής Εκκλησίας, επίσημης Εκκλησίας τής Αγγλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν., πρβλ. αγγλ. anglicanism < Anglican (Αγγλικανός) + κατάληξη -ism (πρβλ. -ισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγγλικανισμός — ο το δόγμα της Aγγλικανικής Eκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”